- σιτομετρικόν
- σιτομετρικόνfee for measuring cornneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιτομετρικόν — τὸ, Α [σιτομέτρης] η αμοιβή για τη μέτρηση τού σίτου … Dictionary of Greek